φιλτζάνι

φιλτζάνι
το, Ν
βλ. φλιτζάνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλιτζάνι — και φλιντζάνι και φλυτζάνι και φιλτζάνι, το, Ν 1. μικρή κούπα με χερούλι με την οποία πίνονται τα αφεψήματα 2. συνεκδ. η ποσότητα που χωρεί σε ένα φλιτζάνι 3. φρ. «λέω το φλιτζάνι» προλέγω το μέλλον ερμηνεύοντας τα σχήματα που έχουν διαμορφωθεί… …   Dictionary of Greek

  • feligean — feligeán ( éne), s.n. – Ceaşcă de cafea, fără toartă. – var. filigean. Mr. filğane, megl. flindzan. tc. filcan (Şeineanu, II, 169; Lokotsch 608; Ronzevalle 124), cf. ngr. φιλτζάνι, alb. filjğán (Meyer 100). Trimis de blaurb, 08.09.2007. Sursa:… …   Dicționar Român

  • φλιτζάνι — φλιτζάνι, το και φιλτζάνι, το (λ. τουρκ.), κύπελλο, κούπα: Ένα φλιτζάνι γάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”